- πανώλης
- ηβλ. πανούκλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανώλης — all destructive masc/fem acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλει — πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πανώλης all destructive masc/fem/neut dat sg πανώλεϊ , πανώλης all destructive dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλη — πανώλης all destructive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανῶλες — πανώλης all destructive masc/fem voc sg πανώλης all destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλεις — πανώλης all destructive masc/fem acc pl πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλεστάτοις — πανώλης all destructive masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλέστατοι — πανώλης all destructive masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλους — πανώλης all destructive masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek